- συχωριανός
- οθηλ. συχωριανή αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συχωριανός — ή, ό, Ν βλ. συγχωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωριανός] … Dictionary of Greek
συγχωριανός — και συχωριανός ή, ό, Ν αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης … Dictionary of Greek
συγχωριανός — ή, ό βλ. συχωριανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, συχωριανός: Με τον Παύλο είμαστε χωριανοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)